- ἐπαμφοτερίζων
- ἐπαμφοτερίζωto be doublepres part act masc nom sgἐπαμφοτερίζωto be doublepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφοτερικός — Χημ. λανθασμένη απόδοση τού αγγλικού όρου amphoteric που σημαίνει επαμφοτερίζων … Dictionary of Greek